Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πώλημα — ήματος, τὸ, Α [πωλῶ] 1. το προς πώληση εμπόρευμα 2. η πώληση … Dictionary of Greek
πούλημα — το, Ν βλ. πώλημα … Dictionary of Greek